- κλωστικός
- η , ό[ν] прядильный;
κλωστική μηχανή — прядильный станок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλωστική μηχανή — прядильный станок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλωστικός — ή, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή κλωστών («κλωστική μηχανή») 2. το θηλ. ως ουσ. η κλωστική η τέχνη τής κατασκευής νημάτων, νηματουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλώθω. Η λ. στον τ. τού θηλ. γένους κλωστική μαρτυρείται από το 1879 στο… … Dictionary of Greek
κλωστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κλώση ή χρησιμεύει για κλώση: Χρειαζόμαστε μια κλωστική μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλώθω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Νύχτας και μία από τις τρεις Μοίρες. Ο Πλάτων ονομάζει τις Μοίρες στην Πολιτεία του κόρες της Ανάγκης και αναφέρει ότι η Κ. ψάλλει το παρόν και, καθώς κλώθει, εκφράζει την πλοκή των γεγονότων που αποτελούν τη… … Dictionary of Greek
μεταξοκλωστικός — ή, ό 1. (για εργαλεία) αυτός που με τη βοήθειά του γίνεται η κλώση νημάτων μεταξιού 2. το θηλ. ως ουσ. η μεταξοκλωστική η τέχνη τής κατασκευής μετάξινων νημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + κλωστικός] … Dictionary of Greek